γύλιος — long shaped wallet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυλιός — ο στρατιωτικό σακίδιο για ατομικά είδη του στρατιώτη και τρόφιμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυλίου — γύλιος long shaped wallet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύλιον — γύλιος long shaped wallet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
гуля — I гуля I. голубь, Columba ; ср. подзывание: гуль гуль! Звукоподражание, как и швейц. нем. Gûl петушиный крик , эльзасск. Gulli, Guller, о котором см. Суолахти, Vogeln. 233. Ср. также коми gul u голубь (по мнению Калимы (RLS 53) и Вихм. – Уотилы… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
GALEA — I. GALEA an Lacedaemoniorum, ut vult Plin. l. 7. c. 56. an Aegyptiorum, ut Herod l. 4. an Curetum, ut Diod. l. 5. c. 15. inventum: a galero, quo multi antiquorum usi, dicta est, Varroni: aliis ex Graeco γαλέη quod ex felina pelle fiebant, vide… … Hofmann J. Lexicon universale
γυλιαύχην — ( ενος), ο, η (Α) μακρολαίμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυλιός «επιμήκης σάκος με στενό στόμιο» + αυχήν ( ένος)] … Dictionary of Greek
γύλιον — γύλιον, το (Μ) ο γυλιός … Dictionary of Greek
εξάρτυση — η (Α ἐξάρτυσις) [εξαρτύω] νεοελλ. το σύνολο τών ατομικών αντικειμένων που κουβαλά κατά την πορεία ο στρατιώτης με στολή εκστρατείας, εκτός από το όπλο του, δηλ. ο γυλιός με το περιεχόμενό του, ο ζωστήρας, οι φυσιγγιοθήκες, το σακίδιο τών τροφίμων … Dictionary of Greek
εξάρτυση — η το σύνολο των ειδών που κουβαλάει ο στρατιώτης σε πορεία (εκτός από τον οπλισμό του), με τα οποία μεταφέρει τα απαραίτητα είδη τροφής, λινοστολής και πυρομαχικών (γυλιός με το περιεχόμενο του, σιτιοδόχη, παγούρι, ζωστήρας, παλάσκες κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)